- προμηθεύομαι
- προμηθεύομαιpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμηθεύομαι — προμηθεύομαι, προμηθεύτηκα (σπάν. προμηθεύθηκα) βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προμηθευθέντα — προμηθεύομαι aor part mp neut nom/voc/acc pl προμηθεύομαι aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευόμενον — προμηθεύομαι pres part mp masc acc sg προμηθεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθεύσεται — προμηθεύομαι aor subj mp 3rd sg (epic) προμηθεύομαι fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευθεῖσαν — προμηθεύομαι aor part mp fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευομένοις — προμηθεύομαι pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευομένῳ — προμηθεύομαι pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένη — προμηθεύομαι aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένης — προμηθεύομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθευσαμένου — προμηθεύομαι aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)